- συντρῖψαι
- συντρίβωrub togetheraor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντρίψαι — συντρί̱ψαῑ , συντρίβω rub together aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδιαμαρτύρομαι — Α επικαλούμαι προηγουμένως τη μαρτυρία ενός προσώπου («πάντας ὡς ἂν εἰ προδιαμαρτυρομένη, χάριν τοῡ συντρῑψαι τοὺς Ἀχαιούς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαμαρτύρομαι «επικαλούμαι ως μάρτυρες θεούς και ανθρώπους»] … Dictionary of Greek